- μαλακόφθαλμος
- μαλακόφθαλμος, -ον (Α)αυτός που έχει τρυφερό βλέμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὀφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακόφθαλμος — soft eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόφθαλμα — μαλακόφθαλμος soft eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek